- καπλαντίζω
- καπλάντισα, καπλαντίστηκα, καπλαντισμένος (λ. τουρκ.), καλύπτω κάτι με καπλαμά: Καπλαντίζει τα έπιπλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπλαντίζω — 1. επενδύω κάτι με καπλαμά 2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. τού ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)] … Dictionary of Greek
ακαπλάντιστος — η, ο [καπλαντίζω] αυτός που δεν τόν έχουν καπλαντίσει, που δεν έχει επένδυση από ύφασμα, ξύλο ή μέταλλο … Dictionary of Greek
επενδύω — (AM ἐπενδύω) νεοελλ. 1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό 2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω μσν. μέσ. ἐνδύομαι 1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ… … Dictionary of Greek
καπλάντισμα — το [καπλαντίζω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη 2. η επένδυση τής επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά 3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι 4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος … Dictionary of Greek
επενδύω — επένδυσα, επενδύθηκα, επενδυμένος, μτβ. 1. καλύπτω επιφάνεια αντικειμένου με επίστρωμα άλλης ύλης, καπλαντίζω, φοδράρω. 2. στερεώνω τα τοιχώματα οχυρωτικού έργου με διάφορα μέσα, για να μην πέσουν τα χώματα. 3. τοποθετώ κεφάλαια σε προσοδοφόρες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)